προσεχής

προσεχής
-ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω]
(σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ μεγάλῳ ἀρχιερεῑ γενόμεναι αἱ ψυχαί», Κλήμ.
β. «τὰ προσεχέστατα τῶν εἰδῶν ἐνυπάρχει τῷ γένει», Φίλων)
2. κατάλληλος, ταιριαστός (α. «ὑποθῆκαι προσεχεῑς τῇ πολιτικῇ διοικήσει», Φιλόστρ.)
3. άμεσος (α. «ὁ προσεχὴς τοῡ κόσμου δημιουργός», Ιουλ.
β. «ἡ προσεχὴς αἰτία», Πρόκλ.)
4. αυτός που δείχνει προσοχή για κάτι, προσεκτικός («ἵνα ἡ τοῡ λέγοντος ἀξιοπιστία... καταστήσῃ προσεχεῑς τοὺς ἀκούοντας», Ιππόλ.)
5. ο σχετικός με κάτι («αἱ προσεχεῑς τῆς προνοίας ἐνεργοῡνται οἰκονομίαι», Κλήμ.)
6. (για τόπο) α) αυτός που βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε κάποιον άλλο, διπλανός, όμορος (α. «προσεχὴς τῇ Λιβύη», Στράβ.
β. «προσεχὴς τῶν κρημνῶν νάπη», Δίον. Αλ.)
β) ανοιχτός, εκτεθειμένος σε ανέμους (α. «διὰ τὸ προσεχὲς εἶναι ἀκτὰς ἐτησίαις», Λεξ. Σούδα
β. «προσεχὴς αἰγιαλὸς Λιβί», Στράβ.).
επίρρ...
προσεχώς / προσεχῶς ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχεί Α
σε λίγο, σε σύντομο χρονικό διάστημα
μσν.-αρχ.
άμεσα, κατευθείαν
αρχ.
προσεκτικά, με επιμέλεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεχής — next to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο αμέσως μετά, ο κοντινός στο μέλλον, ο επόμενος: Το προσεχές έτος θα γίνουν εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέχῃς — προσέχω hold to pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχῆ — προσεχής next to neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσεχής next to masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχέστερον — προσεχής next to adverbial comp προσεχής next to masc acc comp sg προσεχής next to neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχεστάτων — προσεχής next to fem gen superl pl προσεχής next to masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχεστέρων — προσεχής next to fem gen comp pl προσεχής next to masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχεῖ — προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προσεχής next to masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχεῖς — προσεχής next to masc/fem acc pl προσεχής next to masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεχέα — προσεχής next to neut nom/voc/acc pl (epic ionic) προσεχής next to masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”